Οι κύστεις των γνάθων είναι παθολογικές οστικές κοιλότητες που περιβάλλονται εσωτερικά από επιθήλιο (μεμβράνη), και περιέχουν υγρό, συνήθως ορώδες ή οροαιματηρό Εικ. 1
Εικ. 1 Κύστη κάτω γνάθου
Υπάρχουν πολλά είδη κύστεων; και πόσο συχνά δημιουργούνται;
To πιο συχνό είδος των κύστεων είναι οι ακρορριζικές οι οποίες προέρχονται από νεκρά δόντια σε ποσοστό 50-70% και εντοπίζονται γύρω από τα ακρορρίζια των συγκεκριμένων δοντιών Εικ. 2
Μία δεύτερη σε συχνότητα κύστη, είναι η οδοντοφόρος η οποία προέρχονται από έγκλειστα δόντια σε ποσοστό περίπου 18%. Η οδοντοφόρος κύστη αναπτύσσεται κατά κανόνα γύρω από τη μύλη κάποιου έγκλειστου δοντιού και εμφανίζεται τόσο στην άνω όσο και στην κάτω γνάθο. (Eικ. 3).
Μία άλλη κύστη που παρατηρείται συχνά είναι η υπολειμματική. Πρόκειται για προϋπάρχουσα κύστη η οποία παρέμεινε μετά την εξαγωγή του υπεύθυνου μολυσμένου δοντιού και η οποία συνέχισε την ανάπτυξη της. Το μέγεθος της ποικίλλει και εντοπίζεται σε οστικές περιοχές των γνάθων που δεν υπάρχουν δόντια. Αναπτύσσεται από μόνη της αφού ήδη η περιοχή της εξαγωγής έχει επουλωθεί (Εικ. 4)
Τι μπορούν να δημιουργήσουν οι κύστεις αν δεν θεραπευτούν;
Όταν οι κύστεις παραμείνουν χωρίς αντιμετώπιση μεγαλώνουν και επεκτείνονται σταδιακά επηρεάζοντας γειτονικά ανατομικά μόρια όπως είναι το ιγμόρειο άντρο, η ρινική κοιλότητα, τα νεύρα (Εικ.5 α. β. γ) κ. ά,. Μπορούν επίσης να καταστρέψουν το οστούν απωθώντας τα οστικά πέταλα προκαλώντας διόγκωση και πόνο, να μετατοπίσουν τα παρακείμενα δόντια, να επιμολυνθούν και να προκαλέσουν φλεγμονή, απόστημα με πυρετό και κακουχία, να δημιουργήσουν προβλήματα στην μάσηση και στην κατάποση, να προκαλέσουν κινητικότητα των δοντιών και σπανιότερα παθολογικό κάταγμα από εξασθένηση του οστού λόγω του μεγάλου μεγέθους της βλάβης, κ.ά.
Εικ.5 α.β.γ Εκτεταμένες κύστεις κάτω γνάθου με μεγάλη οστική καταστροφή.
Πως ανακαλύπτονται οι κύστεις;
Στα αρχικά στάδια οι περισσότερες από τις κύστεις είναι εντελώς ασυμπτωματικές και ανακαλύπτονται σε τυχαίο ακτινογραφικό έλεγχο. Συνήθως η συμπτωματολογία αρχίζει όταν η κύστη επιμολυνθεί, ή αποκτήσει μεγάλες διαστάσεις οδηγώντας έτσι τον ασθενή στην αναζήτηση λύσης από τον οδοντίατρο του.
Ποια είναι η αντιμετώπιση τους;
Η θεραπευτική αντιμετώπιση των κύστεων μπορεί να είναι συντηρητική, δηλαδή με ενδοδοντική θεραπεία του υπεύθυνου δοντιού, εάν η αλλοίωση είναι μικρού μεγέθους. Όταν πρόκειται για μεγαλύτερες βλάβες με κλινικά συμπτώματα απαιτείται χειρουργική αντιμετώπιση η οποία γίνεται συνήθως με τοπική αναισθησία, στο χώρο του ιατρείου (Eικ.5α,β). Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου απαιτείται καταστολή (μέθη) ή ακόμα και γενική αναισθησία σε νοσηλευτικό ίδρυμα. Αυτό εξαρτάται από το μέγεθος της κύστης, τη θέση της, το βαθμό δυσκολίας, καθώς και από την ηλικία και τη γενική κατάσταση της υγείας του ασθενή.
(Eικ. 5 α.β) Χειρουργική αφαίρεση κύστης άνω γνάθου και η συρραφή του τραύματος
Η αφαίρεση κύστης μπορεί επίσης να γίνει χειρουργικά με τη μέθοδο της ονομαζόμενης “ακρορριζεκτομής” διατηρώντας έτσι το δόντι σε λειτουργία. Συγκεκριμένα μετά την αποκάλυψη της βλάβης αποκόπτεται το ακρορρίζιο του υπεύθυνου δοντιού (στο οποίο έχει προηγηθεί ενδοδοντική θεραπεία) και συγχρόνως απομακρύνονται με κοχλιάριο οι παθολογικοί ιστοί από την περιοχή (Eικ. 6 α,β).
Μετά το τέλος της επέμβασης ακολουθεί η συρραφή του τραύματος (Εικ 6 γ), χορηγείται φαρμακευτική αγωγή και δίνονται μετεγχειρητικές οδηγίες στον ασθενή, εξασφαλίζοντας έτσι ομαλή και ανώδυνη αποκατάσταση σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς την παραμικρή ταλαιπωρία
(Εικ 6 α, β, γ) Διαδικασία αφαίρεσης της κύστης με τη μέθοδο της ακρορριζεκτομής).